οἰκογενῆ

οἰκογενῆ
οἰκογενής
born in the house
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
οἰκογενής
born in the house
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
οἰκογενής
born in the house
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Γκόλντσταϊν, Τζόζεφ — (Joseph Goldstein, Νότια Καρολίνα 1940 –). Αμερικανός χημικός και γενετιστής. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια και στην ιατρική σχολή του πανεπιστημίου του Ντάλας, όπου και έγινε καθηγητής. Εργάστηκε στο γενικό νοσοκομείο της Μασαχουσέτης …   Dictionary of Greek

  • Ρεκλινγκχάουζεν, νόσος του- — Ονομασία δύο παθήσεων, που επισήμανε ο Γερμανός παθολόγος Φρίντριχ φον Ρεκλινγκχάουζεν (1833 1910). Η πρώτη, που ονομάζεται και νευροϊνωμάτωση, αντιστοιχεί σε μια κατάσταση συγγενή και συχνά οικογενή, που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”